- ισχυροποίηση
- η (ΑΜ ἰσχυροποίησις) [ισχυροποιώ]ενίσχυση, ενδυνάμωση, τόνωσηαρχ.επικύρωση, επιβεβαίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισχυροποίηση — η ενίσχυση, ενδυνάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυροποιήσῃ — ἰσχυροποιήσηι , ἰσχυροποίησις strengthening fem dat sg (epic) ἰσχυροποιέω strengthen aor subj mid 2nd sg ἰσχυροποιέω strengthen aor subj act 3rd sg ἰσχυροποιέω strengthen fut ind mid 2nd sg ἰ̱σχυροποιήσῃ , ἰσχυροποιέω strengthen futperf ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάραπις — και μτγν. τ. Σέραπις, ιδος, ὁ, Α 1. θεότητα που συνδύαζε στοιχεία αιγυπτιακών και ελληνικών θεών, δηλαδή τού αιγυπτιακού θεού Οσίριδος Άπιδος και τού ελληνικού Πλούτωνος, στην αρχή, και τού Διός, τού Άμμωνος, τού Ασκληπιού, τού Διονύσου, τού… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
δεσίδι — το 1. αυτό με το οποίο συνδέουμε ή περισφίγγουμε 2. το δέσιμο, το να δέσει κανείς κάποιον 3. η προσαρμογή πολύτιμου λίθου σε κόσμημα 4. η στερέωση, η ισχυροποίηση … Dictionary of Greek
δυνάμωμα — το (Μ δυνάμωμα) [δυναμώνω] 1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση 2. αύξηση, ένταση … Dictionary of Greek
ενίσχυση — η (Μ ένίσχυσις) [ενισχύω] βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση») 2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού 3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη… … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
κραταίωση — η (AM κραταίωσις) [κραταιώ] 1. ενδυνάμωση, ισχυροποίηση, ενίσχυση («δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ», ΠΔ) 2. δύναμη, ισχύς … Dictionary of Greek
κρατυσμός — κρατυσμός, ὁ (Α) [κρατύνω] ισχυροποίηση, ενδυνάμωση … Dictionary of Greek